Lorem Ipsn gravida nibh vel velit auctor aliquet.Aenean sollicitudin, lorem quis bibendum auci elit consequat ipsutis sem nibh id elit

FOLLOW ME

TWITTER GPLUS FACEBOOK BEHANCE PINTEREST

Blog

Νίκη Τρουλλινού: Μνήμες και χαλ–άσματα

Σαν εκδρομή· σε μνήμες και χαλάσματα. Εν αρχή ην ο τόπος, ο Χάνδακας τότε, το Ηράκλειο σήμερα.

Αγία Τριάδα, Ξύλινη Ντάμπια καλύτερα, από το Κιζίλ Τάμπια. Γειτονιά προσφύγων από το ’22, πιο πριν γειτονιά μουσουλμάνων και Αρμένηδων και Εβραίων.

Οριοθετημένη από τη Χανιώπορτα σύρριζα στο Τείχος ώς τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, στρέφεται ανατολικά, κοιτάζει την παλιά Ηλεκτρική, έργο Γερμανών με επίβλεψη Νικολάου Κιτσίκη, κάνει μια στάση για ανάσα στον κόλπο του Δερματά, εδώ το Μπεντενάκι όπου έκοβαν βόλτες η Ελλη Αλεξίου αλλά και η Λιλή Ζωγράφου, στρίβει νότια στην οδό Γιαμαλάκη, συναντά την Πλαθιά Στράτα του εμπορίου, αδιαφορεί πια για την αρμένικη εκκλησία και κλείνει την αγκάλη της.

Τα σταφιδεργοστάσια στους παλιούς Στρατώνες ανήκουν όλα σε Μικρασιάτες.

Κωνσταντινίδης, Μελισσίδης, Ακράτος, αυτοί κρατούν τη συγκέντρωση και εξαγωγή της σουλτανίνας. Και οι φάμπρικες του λαδιού, εδώ.

Μακράκης και Ανωγειανάκης, οι Κρητικοί ελέγχουν τη σύνθλιψη της ελιάς, «το λάδι στσοι ντόπιους, η σταφίδα στσοι πρόσφυγες» – το μότο.

Οι καρφωτοκιβωτοποιοί για τα ξύλινα κιβώτια που το εμπόρευμα θα ταξιδέψουν, εδώ κι αυτοί. Να φορτώσουν τα κάρα και πολύ αργότερα τα χοντρομούτσουνα φορτηγά.

Τα καφενεία: Στην Καλοκαιρινού ο Σκαρπαθιώτης· «Πόρτσα» το φωνάζανε το στέκι του, έκοβε μονέδα από τους σταφιδεργάτες.

Στο πλατεάκι της Χανιώπορτας οι Κρητικοί από το Μαλεβίζι, τον Μυλοπόταμο, της Μεσσαράς τον κάμπο· «το Σύνταγμα» του μετέπειτα Καπετάν Σατανά.

Ο φόβος των Γερμανών μετά το ’40· αρρώστησε πολύ μέσα στην Κατοχή, τον φυγαδεύσανε οι Αγγλοι στο Κάιρο, εκεί άφησε τη ζωή του.

Οι Σουμπερίτες δωσίλογοι βάλανε χέρι στην οικογένειά του, αίμα πολύ έχουν τα βουνά της Κρήτης.

Οδός Ιωάννου Μακράκη, κάπου στο νούμερο δώδεκα το σωματείο σταφιδεργατών· εδώ ορίζανε τις βάρδιες, εδώ ξεκινούσαν τις απεργίες.

Αύγουστος 1935, εφτά νεκροί, στρατός, αστυνομία, κοντά τρεις χιλιάδες εργάτες, πάνω από το μισό γυναίκες.

Και στο δεκαοχτώ ήρθε μετά την εξορία και έστησε το μισοπαράνομο φροντιστήριό του ο Μανούσος Μανουράς.

 

Τι ιστορία κι αυτή. Γεννημένος το 1913 στ’ Ανώγεια, γιος του Ζωνόκωστα (εδώ όλα έχουν παρατσούκλι) και της Αικατερίνας Σκουλά. Φοιτητής στο Αθήνησι Πανεπιστήμιον, λάτρης της γλώσσας, εραστής των βιβλιοθηκών και τυπογράφος του Ελευθερουδάκη.

Μαζί με το συνδικάτο των τυπογράφων ερωτεύεται και τον μαρξισμό.

Η απόσταση για την πρώτη εξορία, επί Μεταξά, δεν είναι μακριά. Γαύδος, στο Σαρακήνικο, στα σπιτάκια με τον Αρη και τον Στρίγγο.

Και αν ζητούν να πάνε στον πόλεμο κατά των Ιταλών, το ’40, τους το αρνείται η εξουσία.

Δραπετεύει με άλλους, πάει εθελοντής στον ελληνικό στρατό, ο Μανούσος με την κατάρρευση του μετώπου το 1941 είναι στο Κιλκίς στα οχυρά.

Παίρνει μετεγγραφή και σπουδάζει τώρα στο Αριστοτέλειο, φεύγει, πάει στον ΕΛΑΣ στο Κιλκίς και στη Σαλονίκη υπό τον Μάρκο Βαφειάδη.

Το 1946, φιλόλογος πια, επιστρέφει στο Νησί, θέλει να διδάξει, θέλει να μαθαίνει τα παιδιά να αγαπούν τα βιβλία. Αυτό.

Οχι, οι εξορίες διαδέχονται η μια την άλλη. Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης, Λέρος, Γυάρος το 1967.

Δάσκαλος στους συνεξόριστους, γαλλικά και λογοτεχνία. Αγαπημένος και συχνά μαζί με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Μάνο Κατράκη.

Επιστρέφοντας στην «κανονική» ζωή, πάλι να διδάξει σε σχολείο δεν του επιτρέπεται, δεν έχει χαρτί κοινωνικών φρονημάτων· ξέρει όμως τον δρόμο, το Φροντιστήριο της οδού Ι. Μακράκη.

Θα παντρευτεί τη Λευκοθέα του, θα κάνει πέντε παιδιά και θα διαβάζει συνεχώς. Εδώ, στο στενό αδιέξοδο της Αγίας Τριάδας, δίπλα στο σπίτι της αδελφής του της Ζαφειρένιας.

Μαζί με τα δωμάτια της «αυλής των θαυμάτων» όπου ζούσαν μοδίστρες και του μεροκάματου άνδρες, με τα πολύχρωμα βρακιά της κυρα-Χρύσας από τη Μικρασία στο σκοινί, έπρεπε ο πανύψηλος Μανούσος να περάσει, να μπερδευτεί και να γελάσει.

Το δίπατο σπίτι. Πάνω τα θρανία, ο πίνακας, καρφιά για λογής ζωγραφιές.

Μαθητές μπόλικοι πάντα, οι δέκα πλήρωναν, οι άλλοι δέκα όταν και αν μπορούσαν.

Το βράδυ ξέμεναν εκεί και όσοι είχαν κατέβει από τα Ανώγεια και δεν πρόλαβαν να γυρίσουν πίσω· πού λεφτά για «αγοραίο».

Ο Μανούσος φρόντιζε να πάνε και στον γιατρό ή να κατέβουν στο λιμάνι. Κάτι σαν πανδοχείο μαζί είναι το φροντιστήριο.

Οσο για τους ξένους που χάνονται στα σοκάκια της πόλης, να τον τον Λαβύρινθο, τους κουβαλεί στη Λευκοθέα του.

Στις εξορίες έχει τελειοποιήσει γαλλικά και αγγλικά, διαβάζει τη Le Monde, μιλά αρκετά καλά τα ρούσικα.

Από τη γωνιά του δρόμου φωνάζει: Λευκοθέα, ετοίμασε τραπέζι! Σου φέρνω δυο Γάλλους και έναν Αγγλο.

Και ύστερα έφταναν τα αμετάφραστα στη γλώσσα μας αριστουργήματα της ξένης λογοτεχνίας, και αυτός πρώτος τα διάβαζε.

Ηρθε και η λαίδη της Βασιλίσσης Ελισάβετ, η Diana Pym, να βαφτίσει τα δίδυμα. Αφωνοι οι αριστεροί της πολιτείας, λαίδη και κουμουνίστρια, εμβρόντητοι οι αστοί, λαίδη της Βασιλίσσης της Αγγλίας στου Δάσκαλου; Και η λαίδη που αγαπούσε τη Δήλο τα ονομάτισε Αρτεμις και Απόλλων.

Το καλοκαίρι, οι μαθητές του έπρεπε να ταξιδέψουν Αθήνα και Θεσσαλονίκη να δώσουν εισαγωγικές. Τους συνόδευε ο ίδιος.

Πού να τα αφήσει τα παιδιά, πρώτη φορά έβγαιναν από το Νησί, αν χάσουν τον δρόμο και τις εξετάσεις μαζί;

Κάτι φτηνά ξενοδοχεία στην Ομόνοια, Αγίου Κωνσταντίνου και οδός Πειραιώς, ύστερα το τρένο για τη Σαλονίκη, φτηνά και δω μικρά πανδοχεία στου Βαρδάρη.

Τα αφηγείται συχνά πολύς κόσμος αυτά τα ταξίδια, με γλύκα στη φωνή και ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης.

Με τις θρησκείες δεν τα είχε καλά ο Δάσκαλος. Ούτε με τους κομματικούς μηχανισμούς. Και πριν και μετά τη Διάσπαση.

Οι γραμμές και οι ντιρεκτίβες κομμάτι τον στένευαν. Αυτός τα βιβλία προσκυνούσε. Σαν εκδρομή, άραγε;

Η εικαστικός Αννα Σαλούστρου, κάτοικος από τα παιδικά της χρόνια στην οδό Ι. Μακράκη, εκεί τώρα το εργαστήριό της, μπήκε στα χαλάσματα της γειτονιάς.

Πρώτα στο οικόπεδο του παλιού μανουρέικου φροντιστηρίου και στα δίπλα σπίτια.

Τενεκέδες για λάδια και βούτυρα, γαλότσες και ξεσκισμένα αθλητικά, χελώνες της ΔΕΗ, υπόλοιπα από πλακάκια του ’30 με μαργαρίτες πάνω τους, ένα παιδικό καρότσι του ’70, παράθυρα χωρίς τζάμια και πόρτες αιωρούμενες.

Κι ονομάτισε τα χαλάσματα «Χαλ–Ασματα» και πήρε την κόκκινη μπογιά να ακολουθήσει τον δρόμο του Δασκάλου της.

Πάνω στον τοίχο με το παλίμψηστο του λουλακί, της ώχρας και του άσπρου βρήκε τα καρφιά και τα ακολούθησε.

Τράβηξε το νήμα και συνάντησε τις ζωές του Μανούσου και της Λευκοθέας, έδεσε τη σπασμένη πλάτη της καρέκλας, πήγε γραμμή πάνω στην πόρτα.

Και στο στενό δρομάκι με συρματόσχοινα δέθηκαν πόρτες και παράθυρα ψηλά στο κενό να κοιτούν στον ουρανό – παράθυρα στο όνειρο; Πόρτες στο μέλλον;

– Βρήκα το πιο περίεργο, λέει η Αννα. Μια παραμάνα μέσα στα χώματα, από αυτές που στερέωναν τα φασκιά των μωρών. Και την κρέμασα με μικρές πέτρες, υφαντικά βαρίδια, στην άκρη του νήματος.

Μια παραμάνα, σκέφτηκα, να κρατεί το νήμα της Μνήμης. Μπορεί το ίδιο νήμα να υφάνει και το αύριο; Ποιος ξέρει…

Σ’ ένα παλιό μαγνητόφωνο η κόρη του η Αρτεμις, φιλόλογος κι αυτή, έφερε τη φωνή του Δάσκαλου να διαβάζει Μαλακάση, «Ο Μπαταριάς», γραμμένο, θαρρείς, για κείνον:

«Μα στο τραπέζι ως κάθονταν κι άνοιγεν η φωνή σου, / μεγάλε Μπαταριά,/ στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά του παραδείσου / ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαριά.»

Νύχτωσε. Στον ουρανό ξεχωρίζει ο πανύψηλος γερανός – στο διπλανό οικόπεδο ετοιμάζεται θηριώδης οικοδομή.

Τι θα μείνει από όλα αυτάΓι’ αυτό ας πάρουν τον λόγο οι λέξεις, ποιος ξέρει…

*Η Νίκη Τρουλλινού είναι Πεζογράφος

[Πηγή]

POST A COMMENT